- Κοσμάς ο Αιτωλός
- (Μεγάλο Δένδρο Αιτωλίας 1714 – Καλικόντασι Βορείου Ηπείρου 1779). Λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας. Έλαβε μέτρια μόρφωση σε σχολεία της επαρχίας του και διορίστηκε δάσκαλος στη Λομποτινά της Ναυπακτίας. Αργότερα μετέβη στο Άγιον Όρος, μόνασε και μαθήτευσε στην Αθωνιάδα Σχολή, με δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά και τον Ευγένιο Βούλγαρι. Το 1760 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε τον λόγιο αδελφό του, Χρύσανθο, και έλαβε την έγκριση του πατριάρχη για τα ιεραποστολικά του σχέδια. Από τότε και για είκοσι συναπτά έτη ο Κ. ο Α. περιηγήθηκε σχεδόν ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο: Θράκη, Μακεδονία, Ρούμελη, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Επτάνησα και προπάντων Ήπειρο. Το κήρυγμά του είχε τεράστια απήχηση στον λαό, ιδίως στους ορεινούς πληθυσμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας και στους ποπολάρους των Επτανήσων. Ως άνθρωπος ήταν μειλίχιος και ταπεινός, ενώ εκφραζόταν ως ίσος απέναντι σε ίσους, διαφέροντας ριζικά από τους πύρινους ιεροκήρυκες του παρελθόντος. Η γλώσσα του ήταν η απλή δημοτική στην πιο απλή της μορφή και το ύφος του διαλεκτικό, λιτό, σχεδόν απλοϊκό· διανθιζόταν, όμως, με ζωηρές διηγήσεις και απροσδόκητες παρομοιώσεις, ενώ ο συχνά προφητικός τόνος του θύμιζε τον Αγαθάγγελο και τα λαϊκά χρησμολόγια. Το περιεχόμενο και η ουσία του κηρύγματός του δεν μπορούν να περιγραφούν με απόλυτη βεβαιότητα, καθώς ο ευφραδής Κ. δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να καταγράψει τους λόγους του. Σώζονται μόνο μερικές αυτόγραφες επιστολές του. Οι λιγοστές διδαχές του που διασώθηκαν προέρχονται από σημειώσεις ή από αναμνήσεις μαθητών του, οι οποίοι τις ανέπτυξαν και τις κατέγραψαν λίγα ή αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του δασκάλου τους, όταν πλέον εκείνος είχε αναχθεί στη σφαίρα του θρύλου. Είναι πάντως βέβαιο ότι αντλούσε τον κύκλο των θεμάτων του από την άμεση επικαιρότητα, τη λαϊκή θρησκευτική παράδοση, τις κοινωνικές συνθήκες και τη σκληρή ζωή της υπαίθρου.
Πέρα, όμως, από το αμιγώς θρησκευτικό του κήρυγμα, αυτό που ανήγαγε τον Κ. σε απόστολο του αφυπνιζόμενου ελληνισμού εκείνης της εποχής ήταν το εθνικό του έργο. Χρησιμοποίησε όλο του το κύρος για να εμποδίσει τους εξισλαμισμούς, που την εποχή εκείνη λάμβαναν ανησυχητική έκταση στη Βόρειο Ήπειρο· προσπάθησε με κάθε τρόπο να πείσει τους βλαχόφωνους και αλβανόφωνους πληθυσμούς της δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου να μιλούν μόνο ελληνικά· ίδρυσε δεκάδες σχολεία και παρακινούσε τους χωρικούς να μορφώνουν τα παιδιά τους. Αν και δεν ήταν επαναστάτης, σε πολλές τοπικές παραδόσεις φέρεται ως προφήτης της ανάστασης του Γένους. Το κοινωνικό του κήρυγμα ήταν εξίσου προδρομικό· διακήρυσσε την ισότητα της γυναίκας προς τον άντρα, την κοινωνική δικαιοσύνη, αφόριζε την αρπακτικότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ο ριζοσπαστισμός των ιδεών του προκάλεσε ανησυχία στις ενετικές αρχές και στους Επτανήσιους άρχοντες, οι οποίοι εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον του. Ίδια στάση επέδειξαν απέναντί του ορισμένοι μητροπολίτες, οι γαιοκτήμονες της Ηπείρου και προπάντων οι Εβραίοι της περιοχής, τους οποίους ο Κ. κατέκρινε με ασυνήθιστη δριμύτητα. Τελικά, οι εχθροί του τον κατηγόρησαν στους Τούρκους ως πράκτορα των Ρώσων, προκαλώντας έτσι τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του. Η αίγλη του μαρτυρίου εδραίωσε τη φήμη του και ο ίδιος τιμήθηκε τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Αλβανούς και τους Τούρκους ως θαυματουργός άγιος και προφήτης. Ακόμα και ο Αλή πασάς έτρεφε μεγάλη ευλάβεια για το λείψανό του. Η Εκκλησία αναγνώρισε επίσημα τον Κ. ως άγιο το 1961. Η μνήμη του τιμάται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 24 Αυγούστου.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπως εικονίζεται σε φορητή εικόνα των αρχών του 19ου αι., που προέρχεται από την Ήπειρο (συλλογή Λ. Βρανούση).
Dictionary of Greek. 2013.